Το μεγαλύτερο αστικό πάρκο της Αθήνας καταφέρνει, παρά τα διαχρονικά προβλήματα στη διαχείριση του, να φιλοξενεί ένα μεγάλο πλούτο της ορνιθοπανίδας. Το πάρκο βρίσκεται στην συμβολή δύο εκ των πλέον πολυσύχναστων οδών της πόλης των Αθηνών, της Πατησίων και της Αλεξάνδρας. Αν και αμιγώς το Πεδίο του Άρεως απλώνεται σε μια έκταση 223 στρεμμάτων, εντούτοις ανήκει σε μια ευρύτερη περιοχή πρασίνου που περιλαμβάνει το λόφο Φινόπουλου (17 στρέμματα) και το άλσος της Ευελπίδων (86 στρέμματα) που χωρίζονται από το Πεδίο από την πλατεία Πρωτομαγιάς. Η ευρύτερη περιοχή, μαζί με τα δικαστήρια, την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, τον Πανελλήνιο, το Θέατρο Άλσος και το Green Park φτάνει τα 480 στρέμματα. Η ιστορία του Πεδίου είναι πλούσια σε σημαντικά γεγονότα. Ονομάστηκε έτσι καθώς επί βασιλείας του Όθωνα και για πολλές δεκαετίες αργότερα φιλοξένησε τις εγκαταστάσεις του βασιλικού ιππικού. Εδώ έγιναν τα «Σκιαδικά», η πρώτη φοιτητική εξέγερση στην Αθήνα το 1859, το περίφημο «ανάθεμα» στον Βενιζέλο το 1916, εδώ φιλοξενήθηκαν εκατοντάδες πρόσφυγες του ’22 και διεξήχθησαν σκληρές μάχες κατά τα Δεκεμβριανά. Η απόφαση για την δημιουργία άλσους και χώρου περιπάτου και αναψυχής ήρθε το 1934. Από τότε το Πεδίο του Άρεως παλεύει διαχρονικά για την διατήρηση του παραπάνω τίτλου. Η κρατική απαξίωση, η υφαρπαγή εκτάσεων προς όφελος ιδιωτών, η κάθε είδους αλλοίωση του δημόσιου χαρακτήρα, η παραβατικότητα, ακόμα και οι παρεμβάσεις που γίνονται με τις καλύτερες των προθέσεων είναι σχεδόν καθημερινά προβλήματα και αποδεικνύουν ότι ακόμα και στις μέρες μας, όπου σαφώς η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από το παρελθόν, δεν υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο διατήρησης του φυσικού του χαρακτήρα. Έτσι δυσκολεύεται να αναδειχθεί και η πιο ουσιαστική προσφορά του Πεδίου ως ενός ενδιαιτήματος που μαγνητίζει δεκάδες είδη της άγριας ζωής τα οποία βρίσκουν τον χώρο να ξεκουραστούν και να αναπαραχθούν στο κέντρο του αφιλόξενου άστεως. Το Πεδίο του Άρεως είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα εισβολικού ανθρωποκεντρισμού. Πανηγύρια, εμπορικά περίπτερα, συναυλίες, μαξιμαλιστικές διαφημιστικές καμπάνιες ιδιωτών και διάφορα άλλα που πολύ απλά μπορούν να μεταφερθούν στην Πλατεία Πρωτομαγιάς. Με την κατάλληλη διαχείριση όμως το Πεδίο θα μπορούσε να μετατραπεί σε μία μικρή όαση για την ορνιθοπανίδα και για την ελληνική χλωρίδα, ένας ιδανικός τόπος για περιβαλλοντική εκπαίδευση, ένας τόπος όπου επιτέλους θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε και να αποδείξουμε ότι ένα αστικό άλσος προσφέρει υπηρεσίες στον πολίτη κυρίως και ίσως μόνο όταν διατηρεί ακμαίο και αλώβητο τον φυσικό του χαρακτήρα.
Πριν την δημιουργία του πάρκου η περιοχή καλυπτόταν από άγονα χέρσα. Ό,τι βλέπουμε σήμερα ως χλωρίδα του πάρκου έχει φυτευτεί ανά περιόδους. Ωστόσο πολλά ενδιαφέροντα φυτά της ελληνικής χλωρίδας βρήκαν την ευκαιρία με τα χρόνια να φυτρώσουν εδώ. Τα δέντρα περιλαμβάνουν τόσο γηγενή όσο και αλλόχθονα είδη. Χαλέπιες πεύκες, κυπαρίσσια στην άγρια μορφή και ιταλικού τύπου, αριές, ήμερες βελανιδιές, χαρουπιές, κουτσουπιές, δάφνες, σκίνα, πυξάρια και άλλα ανταγωνίζονται ακακίες, μιμόζες, ψευδομελιές, αΐλανθους, πικροδάφνες, αλβίζιες, λαντάνες, γιουστίτσιες και τόσα άλλα. Το Πεδίο θα μπορούσε κάλλιστα να γεμίσει με κράταιγους, παλιούρια, φιλύκια, σφενδάμια, αφροξυλιές, γκορτσιές, κοκκορεβυθιές, χρυσοξυλιές, ιτιές, μυρτιές, πουρνάρια, βάτα, ανάγυρους, στύρακες, φασκομηλιές και άλλα είδη της χλωρίδας μας που προσφέρουν διαχρονικά νέκταρ, καρπούς, προστασία και φώλιασμα στα έντομα και τα πτηνά του τόπου μας. Το πιο χαρακτηριστικό είδος του πάρκου είναι η ήμερη μορφή του άκανθου (Acanthus mollis), του φυτού που αποτέλεσε την έμπνευση για την δημιουργία του κορινθιακού κιονόκρανου. Σε πολλά σημεία κατά την άνοιξη δημιουργούνται πυκνές συγκεντρώσεις από το αγριόσκορδο Allium neapolitanum, οι οποίες όμως δυστυχώς γρήγορα ισοπεδώνονται από τα κατοικίδια σκυλιά τα οποία μαγνητίζονται από την οσμή του βολβού τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία της νεραγκούλας Ranunculus muricatus καθώς και του συγγενικού είδους Ficaria verna. Στους τοίχους των γύρω κτιρίων συχνά βλέπεις ενδιαφέροντα είδη όπως η φτέρη Allosorus acrosticus, η ενδημική της χώρας μας Brassica cretica subsp. aegaea, η Cymbalaria muralis και το Sedum litoreum. Κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας του πάρκου είναι το Εrodium chium, η καλέντουλα Calendula arvensis, η Capsella bursa-pastoris, η Fumaria capreolata, η Fumaria officinalis, το Geranium lucidum, το Geranium molle, η μολόχα Malva sylvestris, το χαμομήλι Matricaria chamomilla, η τσουκνίδα Urtica urens, η Euphorbia helioscopia, το Senecio vulgaris, η Sinapis alba, ο Sonchus oleraceus, η Veronica cymbalaria, η Veronica persica και η Vinca major.
Μέχρι τώρα στο Πάρκο έχουν καταγραφεί 72 είδη πουλιών. Από τα αρπακτικά σημαντική είναι η μόνιμη παρουσία των ξεφτεριών που συχνά παρατηρούν το πάρκο από τις ταράτσες των πολυκατοικιών. Πολλές φορές τα βραχοκιρκίνεζα που ζουν στα Τουρκοβούνια κατεβαίνουν στο πάρκο για να κυνηγήσουν, ενώ κατά τη μετανάστευση έχουν παρατηρηθεί γερακίνες να ξεκουράζονται στα ψηλά των δέντρων και φιδαετοί και καλαμόκιρκοι να περνούν περαστικά στα ψηλά. Το πάρκο ακόμα φιλοξενεί λίγα ζευγάρια από γκιώνηδες και κουκουβάγιες, αν και τα ντεσιμπέλ του θεάτρου Άλσους κατά τις καλοκαιρινές νύχτες φαίνεται να λειτουργούν αποτρεπτικά, καθώς κάθε χρόνο ακούγονται όλο και λιγότερα καλέσματα των παραπάνω πτηνών. Είναι σημαντικό ότι πριν περίπου 20 χρόνια είχε παρατηρηθεί ένας χουχουριστής στο λόφο Φινόπουλου. Ένα σημαντικό είδος είναι η ωχροστριτσίδα που κάθε χρόνο στις αρχές του καλοκαιριού φωλιάζει στο πάρκο. Αρκετοί είναι και οι τσαλαπετεινοί που φωλιάζουν στις διάφορες εσοχές των γύρω πολυκατοικιών και εύκολα τους παρατηρεί κάποιος να ψάχνουν για έντομα κάτω από τα ξερά φύλλα του πάρκου. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ένα παράδειγμα του πως οι καλύτερες των προθέσεων μπορούν να απομακρύνουν δια παντός κάποιο είδος όταν δεν κατέχεις την πραγματική γνώση του τόπου. Ένα από τα αγαπημένα σημεία των τσαλαπετεινών, όπου σε μικρή απόσταση μπορούσες να δεις 3, 4 άτομα να τσιμπολογούν άφοβα στο έδαφος ήταν η συστάδα των αριών στην οποία τοποθετήθηκαν τα καθίσματα «Κοιτίδες». Έκτοτε οι τσαλαπετεινοί εγκατέλειψαν το σημείο. Είναι σημαντικό ότι στα γύρω κρατικά κτίρια φωλιάζουν οι σπάνιες βουνοσταχτάρες, αλλά και οι κοινές σταχτάρες. Από τα μικροπούλια κοινή είναι η παρουσία από αιγίθαλους, κοκκινολαίμηδες, γαλαζοπαπαδίτσες, καλόγερους, τρυποφράχτες, δεντροφυλλοσκόπους, μαυροτσιροβάκους, μαυροσκούφηδες και σπίνους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης στο πάρκο καταφθάνουν από τα γύρω βουνά σπάνια είδη για την πόλη, όπως χρυσοβασιλίσκοι, πυρροβασιλίσκοι, ελατοπαπαδίτσες, γερακότσιχλες, κοκκινότσιχλες, κεδρότσιχλες και κοκκοθραύστες. Κατά τις μεταναστεύσεις καταφθάνουν είδη, όπως σταβλοχελίδονα, σπιτοχελίδονα, νεροκελάδες, λιβαδοκελάδες, λευκοσουσουράδες, κιτρινοσουσουράδες, σταχτοσουσουράδες, κελαηδότσιχλες, φοινίκουροι, θαμνοτσιροβάκοι, κοκκινοτσιροβάκοι, βουνοτσιροβάκοι, δασοφυλλοσκόποι, σταχτομυγοχάφτες, μαυρομυγοχάφτες, κρικομυγοχάφτες, καρδερίνες, φλώροι, λούγαρα και σκαρθάκια. Στο πάρκο έχουν παρατηρηθεί κατά την εαρινή μετανάστευση ακόμα και τρυγόνια και κούκοι. Τα πιο εύκολα παρατηρήσιμα είδη του πάρκου είναι οι σπιτοσπουργίτες, οι δεκαοχτούρες, οι κότσυφες, οι καρακάξες, οι κίσσες, οι κουρούνες, οι γκριζοπρόσωποι παπαγάλοι και οι πράσινοι παπαγάλοι, οι οποίοι δυστυχώς φωλιάζουν σε τρύπες δέντρων εκτοπίζοντας τα γηγενή πτηνά.
Η ερπετοπανίδα του πάρκου είναι μάλλον φτωχή. Από τις σαύρες εδώ ζουν σαμιαμίδια, λιακόνια και τρανόσαυρες, τα οποία απειλούνται από τις κυνηγετικές ορέξεις των αδέσποτων γατιών. Επίσης εδώ υπάρχουν κρασπεδωτές χελώνες και γραικοχελώνες μερικές εκ των οποίων έχουν αλλοιωμένα καβούκια από τις δαγκωνιές των σκύλων. Στα λίγα λιμνάζοντα νερά έχουν απελευθερωθεί οι εισβολικές νεροχελώνες κοκκινοχοιράδες (Trachemys scripta). Είναι αξιοπερίεργο ότι στο πάρκο δεν ζουν πρασινόφρυνοι ή χωματόφρυνοι που παρατηρούνται σε άλλα άλση της πόλης. Από τα θηλαστικά στις γύρω πολυκατοικίες φωλιάζουν νυχτονόμοι, οι πιο κοινές νυχτερίδες της πόλης, ενώ πρόσφατα παρατηρήθηκαν σκατζόχοιροι στο πάρκο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία των λεπιδόπτερων καθώς έχουν καταγραφεί πάνω από 80 είδη. Σημαντική είναι η παρουσία των μεγάλων νυχτοπεταλούδων Daphnis nerii και Theretra alecto, αλλά και η παρουσία κατά την μετανάστευση του μονάρχη Danaus chrysippus. Άλλες ενδιαφέροντες πεταλούδες είναι οι Iphiclides podalirius, Papilio machaon, Zerynthia polyxena, Pieris brassicae, Pieris rapae, Pontia daplidice, Euchloe ausonia, Anthocharis cardamines, Colias croceus, Gonepteryx cleopatra, Callophrys rubi, Lycaena phlaeas, Lampides boeticus, Leptotes pirithous, Glaucopsyche alexis, Aricia agestis, Polyommatus icarus, Nymphalis polychloros, Vanessa atalanta, Vanessa cardui, Melanargia larissa, Hipparchia syriaca, Maniola jurtina, Pararge aegeria και Carcharodus alceae.
Το Πεδίο του Άρεως βρίσκεται στο κέντρο της πόλης των Αθηνών, στη συμβολή των οδών Πατησίων και Αλεξάνδρας.
Το Παρθένο Δάσος του Φρακτού είναι το πιο άγριο δάσος της χώρας μας και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα, εναπομείναντα, αδιατάρακτα δασικά οικοσυστήματα της Ευρώπης.
Ένα σπάνιο, όμορφο δάσος, κοντά στα σύνορα με την Βουλγαρία, που αποτελεί ένα μοναδικό βιότοπο λόγω της ύπαρξης του ψυχρόφιλου δέντρου της σημύδας.
Στη δυτική χερσόνησο της Λέσβου, ανάμεσα σε ατέλειωτους διαδοχικούς λόφους με χορτολίβαδα, μικρούς λόγγους και εποχικές ρεματιές, απλώνεται ένας μοναδικός τόπος για την χώρα μας, το Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου.
Ένα πυκνό δάσος στο κέντρο της Κρήτης που διακρίνεται για την σπανιότητα του αλλά και για τα πολλά ενδημικά είδη της χλωρίδας και της πανίδας που φιλοξενεί.